- τετράρουρος
- τετρ-άρουρος [ᾰ], ὁ,A tenant of four ἄρουραι, PMich.Zen.96.2 (iii B.C.), BGU1213.18 (p.192, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράρουρος — ὁ, Α ο κάτοχος γης που έχει έκταση τεσσάρων αρουρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἄρουρα «γη, μονάδα έκτασης γης» (πρβλ. δεκάρουρος)] … Dictionary of Greek